διανθής

From LSJ

μεριμνᾷς καὶ τυρβάζῃ περὶ πολλά → you are worried and bothered about so many things, thou art careful and troubled about many things, you are worried and upset about many things

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διανθής Medium diacritics: διανθής Low diacritics: διανθής Capitals: ΔΙΑΝΘΗΣ
Transliteration A: dianthḗs Transliteration B: dianthēs Transliteration C: dianthis Beta Code: dianqh/s

English (LSJ)

διανθές,
A double-flowering, i.e. twofold, with outer (corolla) and inner (stamens and pistil) flower, Thphr. HP 1.13.2.
II flowering in succession, ἀσφόδελος Nic.Th.534.

Spanish (DGE)

-ές
florido, adornado fig. Μάρκος ... διανθέστερον τὸ εὐαγγέλιον γράψας Leont.Const.Hom.3.84.
-ές
bot. que tiene doble flor διανθὲς ὅτι ἕτερον ἄνθος ἐν τῷ ἄνθει ἔχει ... ὥσπερ τὸ ῥόδον ref. a la corola y al conjunto interior de estambres y pistilos, Thphr.HP 1.13.2, del asfódelo o zarzaparrilla, Nic.Th.534.

German (Pape)

[Seite 592] ές, zwei Blüten habend, ἄνθος, Zwitterblumen, Theophr. Bei Nic. Th. 534 wird ἀσφόδελος δ. vom Schol. πολυανθής, sehr blühend, erklärt.

Greek (Liddell-Scott)

διανθής: -ές, ὁ ἔχων δύο ἄνθη, Νίκ. Θ. 534· - ἀλλ’ ἐν Θεοφρ. Ι. Φ. 1, 13, 2 ὁ Schneid. ἐρμηνεύει ἄνθη διανθῆ, ποικίλα, πεποικιλμένα.

Greek Monolingual

-ές (Α διανθής, -ές)
1. (για υφάσματα) ανθοποίκιλτος
2. (για φυτά) α) αυτός που έχει διπλά άνθη
β) αυτός που ανθίζει δύο φορές τον χρόνο.