δικτυοπλόκος

From LSJ

οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δικτῠοπλόκος Medium diacritics: δικτυοπλόκος Low diacritics: δικτυοπλόκος Capitals: ΔΙΚΤΥΟΠΛΟΚΟΣ
Transliteration A: diktyoplókos Transliteration B: diktyoplokos Transliteration C: diktyoplokos Beta Code: diktuoplo/kos

English (LSJ)

δικτυοπλόκον, weaving nets, Poll.7.139.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ

1 fabricante de redes, redero, Sitz.Berl.1934.1032.n.5 (Ática III a.C.), Poll.7.179, Hsch.s.u. χηλώτια.
2 δ.· retiarius, Gloss.2.277.

German (Pape)

[Seite 630] ὁ, Netzflechter, Poll. 7, 179.

Greek (Liddell-Scott)

δικτυοπλόκος: -ον, ὁ πλέκων δίκτυα, Πολυδ. Ζ΄, 139.

Greek Monolingual

δικτυοπλόκος, -ον (Α)
αυτός που πλέκει ή κατασκευάζει δίκτυα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δίκτυον + -πλοκος < πλόκος < πλέκω (πρβλ. δολοπλόκος, στεφανηπλόκος)].