δυσαρμοστία
From LSJ
English (LSJ)
ἡ, disharmony, ἠθῶν Plu.Aem. 5.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ poca armonía c. gen. ἠθῶν Plu.Aem.5.
German (Pape)
[Seite 676] ἡ, Uneinigkeit, Disharmonie, Plut. Aemil. 5.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
désunion (entre époux).
Étymologie: δυσάρμοστος.
Russian (Dvoretsky)
δυσαρμοστία: ἡ разлад, несогласие (ἠθῶν Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
δυσαρμοστία: ἡ, ἀσυμφωνία, ἔλλειψις ἁρμονίας, Πλούτ. Αἰμιλ. 5.
Greek Monolingual
δυσαρμοστία, η (Α)
δυσαρμονία.
Greek Monotonic
δυσαρμοστία: ἡ, διαφωνία, ασυμφωνία, δυσαρμονία, σε Πλούτ.
Middle Liddell
δυσαρμοστία, ἡ,
disagreement, Plut. [from δυσάρμοστος