δυσούριστος

From LSJ

γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → the fool laughs even when there's nothing to laugh at

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῠσούριστος Medium diacritics: δυσούριστος Low diacritics: δυσούριστος Capitals: ΔΥΣΟΥΡΙΣΤΟΣ
Transliteration A: dysoúristos Transliteration B: dysouristos Transliteration C: dysoyristos Beta Code: dusou/ristos

English (LSJ)

δυσούριστον, (οὐρίζω) driven by a too favourable wind, fatally favourable, S.OT1315 (lyr.).

Spanish (DGE)

(δῠσούριστος) -ον traído por un viento funesto νέφος S.OT 1315.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qu'on ne peut diriger à l'aide d'un vent favorable ; irrémédiable.
Étymologie: δυσ-, οὐρίζω¹.

Russian (Dvoretsky)

δυσούριστος: не насылающий попутного ветра, т. е. зловредный, роковой (σκότου νέφος Soph.).

Greek (Liddell-Scott)

δυσούριστος: -ον, (οὐρίζω) νέφος, ὀλεθρίως ὐπὸ οὐρίου ἀνέμου ἐπελθόν, Σοφ. Ο. Τ. 1315.

Greek Monolingual

δυσούριστος, -ον (Α)
φρ. «νέφος δυσούριστον» — νέφος που το 'φέρε άνετα ολέθριος άνεμος (Σοφ.).

Greek Monotonic

δυσούριστος: -ον (οὐρίζω), οδηγημένος από πολύ ευνοϊκό άνεμο, αυτός που επέρχεται με ούριο άνεμο, επιφέροντας καταστρεπτικά αποτελέσματα, σε Σοφ.

Middle Liddell

δυσ-ούριστος, ον οὐρίζω
driven by a too favourable wind, fatally favourable, Soph.