εμβατεύω

From LSJ

ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι → reclining softly on litters, reclining luxuriously in covered carriages

Source

Greek Monolingual

ἐμβατεύω (AM)
1. βάζω κάπου το πόδι μου, πατώ
2. επιτίθεμαι ως εχθρός
3. εισδύω στην ψυχή κάποιου, εξετάζω, ερευνώ
αρχ.
1. (για πολιούχους θεούς) συχνάζω
2. μπαίνω σε ιερό τόπο
3. περιλαμβάνομαι σε κληρονομιά
4. (για αρσενικό ζώο) οχεύω, βατεύω
5. μυούμαι σε μυστήρια
6. κάνω κατοχή σε κάτι
7. ερευνώ, εισχωρώ
8. φθάνω, εκτείνομαι.