ερήμην
From LSJ
κρεῖττον σιωπᾶν ἐστιν ἢ λαλεῖν μάτην → it's better to keep silence than to speak without reason (Menander)
Greek Monolingual
(AM ἐρήμην) ερήμη
επίρρ. εν απουσία κάποιου, και μάλιστα σε δίκη, κατά την οποία κάποιος δικάζεται ενώ απουσιάζει
νεοελλ.
1. εν αγνοία κάποιου («τήν αγαπά ερήμην» — εν αγνοία της)
2. φρ. «δικάστηκα ερήμην» — δικάστηκα χωρίς να παρουσιαστώ στη δίκη
αρχ.
φρ.
1. «ἐρήμην δίκην ὦφλον» — καταδικάστηκα χωρίς να εμφανιστώ
2. «ἐρήμην δίκης εἷλον» — κέρδισα τη δίκη χωρίς να παρουσιαστεί ο αντίδικος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Από τη φράση ερήμην δίκην (ώφλον / είλον) κατά παράληψη του ουσ. δίκην το ερήμην χρησιμοποιήθηκε με επιρρηματική σημασία «εν απουσίᾳ»].