εἰσερύω
From LSJ
ἐγγυητής τοῦ ἀργυρίου ἀξιόχρεως → trustworthy guarantor for the money
English (LSJ)
draw into, [νῆα] κοῖλον σπέος εἰσερύσαντες Od.12.317.
Spanish (DGE)
arrastrar hacia dentro (νῆα) κοῖλον σπέος εἰσερύσαντες Od.12.317.
French (Bailly abrégé)
part. ao. pl. εἰσερύσαντες;
tirer dans.
Étymologie: εἰς, ἐρύω.
German (Pape)
(ἐρύω), hineinziehen, νῆα σπέος εἰσερύσαντες, das Schiff in die Grotte, Od. 12.317.
Russian (Dvoretsky)
εἰσερύω: втаскивать (νῆα σπέος Hom.).
Greek (Liddell-Scott)
εἰσερύω: εἰσελκύω, σύρω μέσα εἰς, Λατ. subducere, νῆα κοῖλον σπέος εἰσερύσαντες Ὀδ. Μ. 317.
Greek Monotonic
εἰσερύω: μέλ. -σω, σύρω, τραβώ κάποιον, κάτι προς τα μέσα, σε Ομήρ. Οδ.