θεόρρητος
ἐξ ὀνύχων λέοντα τεκμαίρεσθαι → judge by the claws, judge by a slight but characteristic mark, small traits give the clue to the character of a person, deduce something from a small indication, identify a lion from its claws
English (LSJ)
θεόρρητον,
A spoken of God, μέτρον AP9.505; εὐεπίαι Epic. in BKT5(1)p.118.
II Θεόρρητον, τό, name of a building at Delos, IG11(2).199 A 103 (iii B.C.), Inscr.Délos312.1; elsewhere τὸν οἶκον τὸν Θ-ου IG11(2).163 Ba6 (iii B.C.), al.
German (Pape)
von Gott gesprochen, göttlich, μέτρον Ep. IX.505.
Russian (Dvoretsky)
θεόρρητος:
1 внушенный богом (μέτρον Anth.);
2 возвещенный богом (βίος Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
θεόρρητος: -ον, λαληθείς, ῥηθεὶς ὑπὸ τοῦ θεοῦ, μέτρον Ἀνθ. Π. 1. 19., 9. 505∙ βίβλος, μῦθος Νόνν. Ἰω. 5, 154., 14, 25.
Greek Monolingual
θεόρρητος, -ον (Α)
1. αυτός που ειπώθηκε από θεό
2. το ουδ. ως ουσ. το θεόρρητον
ονομασία κτηρίου στη Δήλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θε(ο)- + -ρρητος (< θ. ρη-, πρβλ. ρήμα, ρήσις), πρβλ. άρρητος, πρόρρητος].