θηλυγόνος

From LSJ

κάλλιστον τὸ δικαιότατον, λῷστον δ' ὑγιαίνειν → nothing is more beautiful than being just, but nothing is more pleasant than being healthy | Most beautiful is what is most just; the best thing is to be healthy.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θηλῠγόνος Medium diacritics: θηλυγόνος Low diacritics: θηλυγόνος Capitals: ΘΗΛΥΓΟΝΟΣ
Transliteration A: thēlygónos Transliteration B: thēlygonos Transliteration C: thilygonos Beta Code: qhlugo/nos

English (LSJ)

θηλυγόνον,
A generating females, Hp.Steril.230; καὶ γυναῖκες καὶ ἄνδρες… θ. εἰσίν Arist.HA 585b13; of animals, ib.573b32, GA766b32.
II θηλυγόνον, τό, a plant supposed to promote the generation of females, dog mercury, Mercurialis perennis, Thphr. HP 9.18.5; a variety of φύλλον, Dsc.3.125;= λινόζωστις θήλεια, Ps.-Dsc.4.189.

German (Pape)

[Seite 1207] weibliche Kinder zeugend; Hippocr.; Arist. H. A. 6, 19; Ael. H. A. 7, 27.

Russian (Dvoretsky)

θηλῠγόνος: рождающий женское потомство (γυναῖκες καὶ ἄνδρες Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

θηλυγόνος: -ον, ὁ γεννῶν θήλεα, Ἱππ. 683 ἐν τέλ., Ἀριστ. Γεν. Ζ. 4. 2, 1· ἐπὶ ζῴων, ὁ αὐτ. Ι. Ζ. 7. 6, 2· καὶ γυναῖκες καὶ ἄνδρες... θ. εἰσὶν αὐτόθι 7. 6, 2. ΙΙ. θηλυγόνον, τό, φυτόν τι, περὶ οὗ ἐπιστεύετο ὅτι συνήργει εἰς τεκνογονίαν θηλέων, Διοσκ. 3. 140, πρβλ. Θεόφρ. Ι. Φ. 9. 18, 5.

Greek Monolingual

-ο (Α θηλυγόνος, -ον)
1. αυτός που γεννά τέκνα θηλυκού γένους
2. (θοτ.) το ουδ. ως ουσ. το θηλυγόνο(ν)
φυτό για το οποίο πίστευαν ότι συνεργούσε σε θηλυγονία, η θήλεια λινόζωστις, κν. σήμερα ξυγκάκι ή ξυγκόχορτο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θηλυ- + -γόνος (< γίγνομαι), πρβλ. ζωογόνος.