θηλυποιός
From LSJ
κατὰ τὸν δεύτερον, φασί, πλοῦν τὰ ἐλάχιστα ληπτέον τῶν κακῶν → we must as second best, as people say, take the least of the evils
English (LSJ)
θηλυποιόν, making weak, of the number 8, Nicom. ap. Phot.Bibl.p.144 B.
German (Pape)
[Seite 1207] weiblich machend, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
θηλυποιός: -όν, ἐξασθενῶν, ἀδυνατίζων, ἐπὶ τοῦ ἀριθμοῦ 8, Νικόμ. Γηρασ. ἐν Φωτ. Βιβλ. 144. 33.
Greek Monolingual
θηλυποιός, -όν (Α)
αυτός που εξασθενεί κάποιον, αυτός που αδυνατίζει κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θηλυ- + -ποιος (< ποιώ), πρβλ. αγαθοποιός, κοσμηματοποιός.