ιάπτω
δέξαι μ' ἐς τὸ σὸν τόδε στέγος → receive me into the urn containing his ashes, receive me into this mansion of yours
Greek Monolingual
ἰάπτω (Α)
1. ρίχνω εναντίον, εκσφενδονίζω («τόξοις ἰάπτειν μητέτ' εἰς ἡμᾶς βέλη», Αισχύλ.)
2. πλήττω, χτυπώ («πρόσθε πυλᾱν κεφαλὰν ἰάψειν» — μπροστά στις πύλες θα χτυπήσει το κεφάλι του, Αισχύλ.)
3. (για όπλο) τραυματίζω, διατρυπώ
4. βλάπτω, ζημιώνω («ὡς ἂν μὴ κλαίουσα κατὰ χρόα καλὸν ἰάπτη» — για να μην ασχημίζει με το κλάμα της το ωραίο δέρμα της, Ομ. Οδ.)
5. εκστομίζω λόγο εναντίον ή υπέρ κάποιου, υμνολογώ ή προσβάλλω κάποιον με λόγια (α. «αἶνον ἐπ' άνδρὶ θείῳ... ἰάπτων», Αισχύλ.
β. «πικρὸν πρόσφθεγμα δεσποτῶν ἐρεῖ λόγοις ἰάπτων», Σοφ.)
6. σπεύδω με ορμή, τρέχω («ἰάπτει δ' Ἀσίδος δι' αἴας», Αισχύλ.)
7. φρ. (για χορό) «ἰάπτειν ὀρχήματα» — να κάνει κάποιος την έναρξη του χορού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Αρχ. ενεστ. με αναδιπλασιασμό (i-) που διατηρείται σ' όλους τους χρόνους. Το ρ. συνδέεται μάλλον εσφαλμένα με τα ίπτομαι, ίψασθαι «πιέζω» και με τη γλώσσα του Ησυχίου: ιάσσειν
θυμούσθαι
δάκνειν. Το ιάπτω εμφανίζει δύο διαφορετικές σημασίες: «ρίχνω, εκσφενδονίζω - χτυπώ, τραυματίζω» (πρβλ. βάλλω)].