κάσιοι
From LSJ
εἰ γάρ κεν καὶ σμικρὸν ἐπὶ σμικρῷ καταθεῖο καὶ θαμὰ τοῦτ᾽ ἔρδοις, τάχα κεν μέγα καὶ τὸ γένοιτο → for if you add only a little to a little and do this often, soon that little will become great (Hesiod W&D, 361-362)
English (LSJ)
[ᾰ], οἱ, brothers or cousins belonging to the same ἀγέλη (q.v.) at Sparta, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
κάσιοι: «οἱ ἐκ τῆς αὐτῆς ἀγέλης ἀδελφοί τε καὶ ἀνεψιοί. καὶ ἐπὶ θηλειῶν οὕτως ἔλεγον Λάκωνες» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
κάσιοι, οἱ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) αδελφοί ή εξάδελφοι που ανήκαν στην ίδια «αγέλη» παιδιών στην αρχαία Σπάρτη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για λ. του προελληνικού γλωσσικού υποστρώματος η οποία συνδέεται με τη λ. κασίγνητος].