καβαλίκεμα

From LSJ

Ἐάν γάρ ἀποδιδῷ τις τί ἐστιν αὐτῶν ἑκατέρῳ τό ζῴῳ εἶναι, ἴδιον ἑκατέρου λόγον ἀποδώσει (Aristotle, Categoriae 1a) → For if anyone gives an explanation of what it is for each of them to be an animal, he will give the same explanation of each

Source

Greek Monolingual

και καβαλίκευμα, το (Μ καβαλίκευμα) καβαλικεύω
το να καβαλικεύει κάποιος άλογο ή άλλο υποζύγιο ή να κάθεται καβάλα πάνω σε κάτι
νεοελλ.
1. (για ζώα) βάτεμα, όχευση
2. (για ανθρώπους με αισχρή σημ.) συνουσία, πήδημα
μσν.
μάχη εκ του συστάδην, μονομαχία.