καλλικέλαδος

From LSJ

Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut

Menander, Monostichoi, 234
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καλλῐκέλᾰδος Medium diacritics: καλλικέλαδος Low diacritics: καλλικέλαδος Capitals: ΚΑΛΛΙΚΕΛΑΔΟΣ
Transliteration A: kallikélados Transliteration B: kallikelados Transliteration C: kallikelados Beta Code: kallike/lados

English (LSJ)

καλλικέλαδον, beautiful-sounding, Suid.

German (Pape)

[Seite 1310] schön rauschend, Suid.

Greek (Liddell-Scott)

καλλικέλᾰδος: -ον, καλῶς, ὡραῖα ἠχῶν, «εὔφωνος» Σουΐδ.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM καλλικέλαδος, -ον)
καλλίφωνος, αυτός που τραγουδάει, ψάλλει ή ηχεί ωραία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)- + -κέλαδος (< κέλαδος, «θόρυβος»), πρβλ. κακοκέλαδος, νεοκέλαδος.