καλλικέλαδος

From LSJ

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καλλῐκέλᾰδος Medium diacritics: καλλικέλαδος Low diacritics: καλλικέλαδος Capitals: ΚΑΛΛΙΚΕΛΑΔΟΣ
Transliteration A: kallikélados Transliteration B: kallikelados Transliteration C: kallikelados Beta Code: kallike/lados

English (LSJ)

καλλικέλαδον, beautiful-sounding, Suid.

German (Pape)

[Seite 1310] schön rauschend, Suid.

Greek (Liddell-Scott)

καλλικέλᾰδος: -ον, καλῶς, ὡραῖα ἠχῶν, «εὔφωνος» Σουΐδ.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM καλλικέλαδος, -ον)
καλλίφωνος, αυτός που τραγουδάει, ψάλλει ή ηχεί ωραία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)- + -κέλαδος (< κέλαδος, «θόρυβος»), πρβλ. κακοκέλαδος, νεοκέλαδος.