καλλικέλαδος
From LSJ
Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil
English (LSJ)
καλλικέλαδον, beautiful-sounding, Suid.
German (Pape)
[Seite 1310] schön rauschend, Suid.
Greek (Liddell-Scott)
καλλικέλᾰδος: -ον, καλῶς, ὡραῖα ἠχῶν, «εὔφωνος» Σουΐδ.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM καλλικέλαδος, -ον)
καλλίφωνος, αυτός που τραγουδάει, ψάλλει ή ηχεί ωραία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)- + -κέλαδος (< κέλαδος, ὁ «θόρυβος»), πρβλ. κακοκέλαδος, νεοκέλαδος.