καραβοπρόσωπος

From LSJ

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
Click links below for lookup in third sources:

English (LSJ)

καραβοπρόσωπον, with the face of a κάραβος, Luc.VH1.35.

German (Pape)

[Seite 1325] mit einem Käfer- oder Meerkrabbengesicht, Luc. V. H. 1, 35.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à figure de homard.
Étymologie: κάραβος, πρόσωπον.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καραβοπρόσωπος -ον [κάραβος, πρόσωπον] met het gezicht van een kreeft.

Russian (Dvoretsky)

κᾱρᾰβοπρόσωπος: с лицом жука-рогача или краба Luc.

Greek Monolingual

καραβοπρόσωπος, -ον (Α)
αυτός που έχει πρόσωπο καράβου, καραβίδας («ἔθνος ἐγχελυωπὸν καὶ καραβοπρόσωπον», Λουκιαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάραβος + -πρόσωπος (< πρόσωπον), πρβλ. ανδροπρόσωπος, τερατοπρόσωπος.

Greek Monotonic

κᾱραβοπρόσωπος: -ον, αυτός που έχει πρόσωπο όμοιο με κάραβον, σε Λουκ.

Greek (Liddell-Scott)

κᾱρᾱβοπρόσωπος: -ον, ἔχων πρόσωπον ὅμοιον καράβῳ, Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 1. 35.

Middle Liddell

κᾱρᾰβο-πρόσωπος, ον
with the face of a κάραβος, Luc.