καραβοπρόσωπος
Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil
English (LSJ)
καραβοπρόσωπον, with the face of a κάραβος, Luc.VH1.35.
German (Pape)
[Seite 1325] mit einem Käfer- oder Meerkrabbengesicht, Luc. V. H. 1, 35.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à figure de homard.
Étymologie: κάραβος, πρόσωπον.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καραβοπρόσωπος -ον [κάραβος, πρόσωπον] met het gezicht van een kreeft.
Russian (Dvoretsky)
κᾱρᾰβοπρόσωπος: с лицом жука-рогача или краба Luc.
Greek Monolingual
καραβοπρόσωπος, -ον (Α)
αυτός που έχει πρόσωπο καράβου, καραβίδας («ἔθνος ἐγχελυωπὸν καὶ καραβοπρόσωπον», Λουκιαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάραβος + -πρόσωπος (< πρόσωπον), πρβλ. ανδροπρόσωπος, τερατοπρόσωπος.
Greek Monotonic
κᾱραβοπρόσωπος: -ον, αυτός που έχει πρόσωπο όμοιο με κάραβον, σε Λουκ.
Greek (Liddell-Scott)
κᾱρᾱβοπρόσωπος: -ον, ἔχων πρόσωπον ὅμοιον καράβῳ, Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 1. 35.