καραβοπρόσωπος Search Google

From LSJ
Pindar, Pythian, 8.95f.
Click links below for lookup in third sources:

English (LSJ)

καραβοπρόσωπον, with the face of a κάραβος, Luc.VH1.35.

German (Pape)

[Seite 1325] mit einem Käfer- oder Meerkrabbengesicht, Luc. V. H. 1, 35.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à figure de homard.
Étymologie: κάραβος, πρόσωπον.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καραβοπρόσωπος -ον [κάραβος, πρόσωπον] met het gezicht van een kreeft.

Russian (Dvoretsky)

κᾱρᾰβοπρόσωπος: с лицом жука-рогача или краба Luc.

Greek Monolingual

καραβοπρόσωπος, -ον (Α)
αυτός που έχει πρόσωπο καράβου, καραβίδας («ἔθνος ἐγχελυωπὸν καὶ καραβοπρόσωπον», Λουκιαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάραβος + -πρόσωπος (< πρόσωπον), πρβλ. ανδροπρόσωπος, τερατοπρόσωπος.

Greek Monotonic

κᾱραβοπρόσωπος: -ον, αυτός που έχει πρόσωπο όμοιο με κάραβον, σε Λουκ.

Greek (Liddell-Scott)

κᾱρᾱβοπρόσωπος: -ον, ἔχων πρόσωπον ὅμοιον καράβῳ, Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 1. 35.

Middle Liddell

κᾱρᾰβο-πρόσωπος, ον
with the face of a κάραβος, Luc.