τερατοπρόσωπος

From LSJ

Μεστὸν κακῶν πέφυκε φορτίον γυνή → Mulier malorum plena semper sarcina est → Die Frau ist eine Last, mit Leiden vollgepackt

Menander, Monostichoi, 334
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τερᾰτοπρόσωπος Medium diacritics: τερατοπρόσωπος Low diacritics: τερατοπρόσωπος Capitals: ΤΕΡΑΤΟΠΡΟΣΩΠΟΣ
Transliteration A: teratoprósōpos Transliteration B: teratoprosōpos Transliteration C: teratoprosopos Beta Code: teratopro/swpos

English (LSJ)

τερατοπρόσωπον, with monstrous face, Hdn.Epim.17.

Greek (Liddell-Scott)

τερᾰτοπρόσωπος: -ον, ὁ ἔχων τερατῶδες πρόσωπον, Ἡρῳδιαν. Ἐπιμ. σ. 17.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει τερατώδες πρόσωπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τέρας, -ατος + -πρόσωπος (< πρόσωπον), πρβλ. ταυροπρόσωπος.