τερατοπρόσωπος
From LSJ
Μεστὸν κακῶν πέφυκε φορτίον γυνή → Mulier malorum plena semper sarcina est → Die Frau ist eine Last, mit Leiden vollgepackt
English (LSJ)
τερατοπρόσωπον, with monstrous face, Hdn.Epim.17.
Greek (Liddell-Scott)
τερᾰτοπρόσωπος: -ον, ὁ ἔχων τερατῶδες πρόσωπον, Ἡρῳδιαν. Ἐπιμ. σ. 17.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που έχει τερατώδες πρόσωπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τέρας, -ατος + -πρόσωπος (< πρόσωπον), πρβλ. ταυροπρόσωπος.