καταΐσχω
From LSJ
Σοφὸς γὰρ οὐδείς, ὃς τὰ πάντα προσκοπεῖ → Omnia vel sapiens nemo est, qui prospexerit → Denn keinen Weisen gibt's, der alles sieht vorher
English (LSJ)
Ep. for κατίσχω, κατέχω, Od.9.122 (Pass.).
French (Bailly abrégé)
c. κατέχω.
Étymologie: κατά, ἴσχω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καταΐσχω ep. voor κατίσχω
German (Pape)
Russian (Dvoretsky)
καταΐσχω: Hom. = κατίσχω и κατέχω.
Greek (Liddell-Scott)
καταΐσχω: Ἐπικ. ἀντὶ κατίσχω, κατέχω, Ὀδ. Ι. 122
English (Autenrieth)
see κατίσχω.
Greek Monolingual
Greek Monotonic
καταΐσχω: Επικ. αντί κατ-ίσχω, σε Ομήρ. Οδ.