καταστίζω

From LSJ

Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch

Menander, Monostichoi, 562
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταστίζω Medium diacritics: καταστίζω Low diacritics: καταστίζω Capitals: ΚΑΤΑΣΤΙΖΩ
Transliteration A: katastízō Transliteration B: katastizō Transliteration C: katastizo Beta Code: katasti/zw

English (LSJ)

cover with marks, βιβλία Hdn.Gr.1.10; brand, τινὰς χαρακτῆρσι D.S.34/5.2.27: freq. in pf. Pass., to be marked or spotted, ᾠὰ κατεστιγμένα spotted, Arist.HA559a24, cf. Dsc.5.143; κυανέαις σταγόσι κατέστικται Ael.NA12.24; τὴν χρόαν κατέστ. D.C.43.23; χρυσοειδῆ ἰνδάλματα ἐπ' αὐτῶν κατέστ. are marked upon them, Ael.NA10.13: metaph., to be spotted and stained, Philostr.VA1.11.

German (Pape)

[Seite 1382] (s. στίζω), mit Stichen, Flecken, Punkten bedecken, bezeichnen, bunt machen; ᾠὰ κατεστιγμένα Arist. H. A. 6, 2; τὴν χροιὰν κατέστικται D. Cass. 43, 23; a. Sp.

French (Bailly abrégé)

piqueter, tacheter, moucheter.
Étymologie: κατά, στίζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-στίζω tatoeëren; ptc. perf. pass. κατεστιγμένος gevlekt.

Russian (Dvoretsky)

καταστίζω: покрывать крапинками: κατεστιγμένος пятнистый, пестрый (ᾠά Arst.): μελάσμασι κατεστιγμένος Plut. в черных пятнах.

Greek Monolingual

καταστίζω)
1. διαστίζω, γεμίζω κάτι με στιγμές, με τελείες, κόμματα κ.λπ. ή με στίγματα
2. κάνω κάποιον ή κάτι ποικιλόχρωμο, παρδαλό, με στίγματα σε πολλά σημεία
3. διακοσμώ, διαποικίλλω, γαρνίρω
αρχ.
1. καυτηριάζω, στιγματίζω
2. παθ. καταστίζομαι
μτφ. κηλιδώνομαι, στιγματίζομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + στίζω «χαράζω με στίγματα»].

Greek Monotonic

καταστίζω: μέλ. -ξω, καλύπτω με στίγματα.

Greek (Liddell-Scott)

καταστίζω: καλύπτω διὰ στιγμῶν ἢ στιγμάτων·- κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν χρήσει ἐν τῷ παθ. πρκμ., σημειοῦμαι, στίζομαι, ᾠὰ κατεστιγμένα, κατάστικτα, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6, 2, 3· κυανέαις σταγόσι κατέστικται Αἰλ. π. Ζ. 12. 24· τὴν χροιὰν κατέστ. Δίων Κ. 43. 23· χρυσοειδῆ ἰνδάλματα ἐπ’ αὐτῶν κατέστ., εἶναι σεσημειωμένα ἐπ’ αὐτῶν, Αἰλ. π. Ζ. 10. 13· καὶ ὁ Ἡσύχ. «κατεστιγμένος· πεποικιλμένος»·- μεταφ., στίζομαι, κηλιδοῦμαι, κατεστιγμένον καὶ διεφθορότα, ἔνθα ἀντιτίθενται τῷ ὑγιᾶ τε καὶ ἄτρωτον κακίας, Φιλόστρ. 12· ὑπὸ πάσης κηλῖδος κατεστιγμένος Βασίλ.· «καταστίζων, καταψηφίζων, παρ’ ὅσον τὰ ὀνόματα τῶν ἀτακτούντων παρέστιζον καὶ ἐζημίουν» Ἡσύχ.

Middle Liddell

fut. ξω
to cover with punctures.