καταυγασμός
From LSJ
Ἡ φύσις ἁπάντων τῶν διδαγμάτων κρατεῖ → Natura superat omne doctrinae genus → Natur ist überlegen jedem Unterricht
English (LSJ)
ὁ, shining brightly, Plu.Nic. 23 (pl.).
German (Pape)
[Seite 1387] ὁ, Beleuchtung, σελήνης, Plut. Nic. 23.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
éclat, vive lumière.
Étymologie: καταυγάζω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καταυγασμός -οῦ, ὁ [καταυγάζω: helder schijnen] helder schijnsel.
Russian (Dvoretsky)
καταυγασμός: ὁ сияние, свет (σελήνης Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
καταυγασμός: ὁ, τὸ καταυγάζειν, φωτισμός, λάμψις, φεγγοβολία, Πλουτ. Νικ. 23.
Greek Monolingual
ο (Α καταυγασμός) καταυγάζω
άπλετος φωτισμός, φωταύγεια, λαμπρότητα φωτός, φεγγοβολή.
Greek Monotonic
καταυγασμός: ὁ, δυνατός φωτισμός, ισχυρή λάμψη, σε Πλούτ.
Middle Liddell
καταυγασμός, οῦ, [from καταυγάζω
a shining brightly, Plut.