καταυγασμός

From LSJ

φύσις ἁπάντων τῶν διδαγμάτων κρατεῖ → Natura superat omne doctrinae genusNatur ist überlegen jedem Unterricht

Menander, Monostichoi, 213
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταυγασμός Medium diacritics: καταυγασμός Low diacritics: καταυγασμός Capitals: ΚΑΤΑΥΓΑΣΜΟΣ
Transliteration A: kataugasmós Transliteration B: kataugasmos Transliteration C: katavgasmos Beta Code: kataugasmo/s

English (LSJ)

ὁ, shining brightly, Plu.Nic. 23 (pl.).

German (Pape)

[Seite 1387] ὁ, Beleuchtung, σελήνης, Plut. Nic. 23.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
éclat, vive lumière.
Étymologie: καταυγάζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καταυγασμός -οῦ, ὁ [καταυγάζω: helder schijnen] helder schijnsel.

Russian (Dvoretsky)

καταυγασμός:сияние, свет (σελήνης Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

καταυγασμός: ὁ, τὸ καταυγάζειν, φωτισμός, λάμψις, φεγγοβολία, Πλουτ. Νικ. 23.

Greek Monolingual

ο (Α καταυγασμός) καταυγάζω
άπλετος φωτισμός, φωταύγεια, λαμπρότητα φωτός, φεγγοβολή.

Greek Monotonic

καταυγασμός: ὁ, δυνατός φωτισμός, ισχυρή λάμψη, σε Πλούτ.

Middle Liddell

καταυγασμός, οῦ, [from καταυγάζω
a shining brightly, Plut.