κατονειδίζω
From LSJ
βωμὸν Ἀριστοτέλης ἱδρύσατο τόνδε Πλάτωνος, ἀνδρὸς ὃν οὐδ' αἰνεῖν τοῖσι κακοῖσι θέμις → Aristotle had this altar of Plato set up — Plato, a man whom the wicked dare not even mention in praise
English (LSJ)
= ὀνειδίζω, D.H.11.42.
German (Pape)
[Seite 1404] verstärktes simplex, D. Hal. 11, 42 λόγον, heftig tadeln.
Greek (Liddell-Scott)
κατονειδίζω: ὀνειδίζω, Διον. Ἁλ. 11. 42.
Greek Monolingual
κατονειδίζω (ΑΜ)
1. κατηγορώ κάποιον
2. εμπαίζω, κοροϊδεύω, χλευάζω
μσν.
μαλώνω κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ὀνειδίζω «ντροπιάζω, κατηγορώ»].