κεραμεών
From LSJ
English (LSJ)
ῶνος, ὁ, large wine-jar, Ar.Lys.200.
Greek Monolingual
κεραμεών, -ῶνος, ὁ (Α)
μεγάλο πήλινο δοχείο οίνου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεράμεος + κατάλ. -εών, που δηλώνει τόπο ή πλησμονή (πρβλ. περιστερεών) και δίνει έμμεσα στο ουσ. κεραμ--έων μεγεθυντική σημ.].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κεραμεών -ῶνος, ὁ [κεραμεύς] aarden kruik.