κερατίας
Τὰ μηδὲν ὠφελοῦντα μὴ πόνει μάτην → Ne tu labores frustra in iis, quae nil iuvant → Müh nicht umsonst mit dem, was dir nichts nützt, dich ab
English (LSJ)
-ου, ὁ,
A = κερασφόρος I, of Dionysos, D.S.4.4.
II kind of comet, Plin.HN2.90.
German (Pape)
[Seite 1422] ὁ, gehörnt, Bacchus, D. Sic. 4, 4. – Auch = κερατᾶς, Hahnrei, Sp.
Russian (Dvoretsky)
κερᾰτίας: ου ὁ рогатый (Διόνυσος Diod.).
Greek (Liddell-Scott)
κερᾱτίας: -ου, ὁ, = κερασφόρος, ἐπὶ τοῦ Διονύσου, Διόδ. 4. 4. ΙΙ. κομήτης τις, Πλίν. 2. 22 ΙΙΙ. = κερασφόρος ΙΙ, Κωδινοῦ περὶ τῶν Πατρίων Κωνστ. 125.
Greek Monolingual
ο (ΑΜ κερατίας)
νεοελλ.
ζωολ. γένος λοφιόμορφων τελεόστεων οστεϊχθύων της οικογένειας ceratiidae
μσν.
ο κερατάς
αρχ.
1. αυτός που έχει κέρατα, ο κερασφόρος
2. είδος κομήτη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέρας, -τος + κατάλ. -ίας (πρβλ. αισθηματίας, εγκληματίας). Ως επιστημον. όρος, η λ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. ceratias].