κερδύφιον
From LSJ
τοῖς πράγμασιν γὰρ οὐχὶ θυμοῦσθαι χρεών· μέλει γὰρ αὐτοῖς οὐδέν· ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → It does no good to rage at circumstance; events will take their course with no regard for us. But he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill.
English (LSJ)
τό, Dim. of κέρδος, Glossaria.
German (Pape)
[Seite 1424] τό, dim. zu κέρδος, kleiner Gewinn.
Greek (Liddell-Scott)
κερδύφιον: τό, ὑποκορ. τοῦ κέρδος, Γλωσσ.
Greek Monolingual
κερδύφιον, τὸ (Α)
(υποκορ. του κέρδος) μικρό κέρδος, ασήμαντη ωφέλεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέρδος + υποκορ. κατάλ. -ύφιον (πρβλ. δενδρύφιον, ζωύφιον)].