κηκάς

From LSJ

ἐν δὲ δικαιοσύνῃ συλλήβδην πᾶσ' ἀρετὴ ἔνι → in justice is all virtue found in sum, in justice is every virtue there is, in justice every virtue is brought together, justice contains in itself all the virtues

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κηκάς Medium diacritics: κηκάς Low diacritics: κηκάς Capitals: ΚΗΚΑΣ
Transliteration A: kēkás Transliteration B: kēkas Transliteration C: kikas Beta Code: khka/s

English (LSJ)

κηκάδος, ἡ, said to be Ion. word for κακός, mischievous, κ. ἀλώπηξ Nic.Al.185; abusive, κηκάδι σὺν γλώσσῃ Call.Fr.253.

German (Pape)

[Seite 1430] άδος, ἡ, schlecht machend, schmähend, scheltend, beschädigend; γλῶσσα Callim. frg. 253; ἀλώπηξ Nic. Al. 185.

Greek (Liddell-Scott)

κηκάς: -άδος, ἡ, λέγεται ὅτι εἶναι Ἰων. λέξις ἀντὶ τοῦ κακή, ἐπιζήμιος, κ. ἀλὼπηξ Νικ. Ἀλεξιφ. 185· ὑβριστικός, κηκάδι σὺν γλώσσῃ Καλλ. Ἀποσπ. 253· ― ἐντεῦθεν, κηκάζω, ὑβρίζω, κακολογῶ, ὀνειδίζω, Λυκόφρ. 1386· καὶ κηκασμός, ὁ, ὕβρις, κακολογία, ὁ αὐτ. 545, 692. ― Καθ’ Ἡσύχ. «κηκάζει· λοιδορεῖ, χλευάζει», πρβλ. Σουΐδ., Ζωναρ.

Greek Monolingual

κηκάς, -άδος, ἡ (Α)
1. κακή, επιβλαβής, επιζήμια («πιοτέρην ὅτε βότρυν ἐσίνατο κηκὰς ἀλώπηξ», Νικ.)
2. υβριστική («κηκάδι σὺν γλώσςῃ», Καλλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Συνδέεται με το ρ. κηκάζω, αλλά δέν είναι σαφής η σχέση παραγωγής].