κνησιάω
Οὐπώποτ' ἐζήλωσα πολυτελῆ νεκρόν → Numquam probarim sumptuosum mortuum → Nie preis ich einen Toten selbst im Prachtgewand
English (LSJ)
Desider. of κνάω, desire to scratch, itch, Ar.Ec.919 (lyr.), Pl.Grg. 494c, 494e, Jul.Or.7.206d.
German (Pape)
[Seite 1460] dasselbe; neben ψωριάω Plat. Gorg. 494 e; Ar. Eccl. 919; Anaxil. bei Ath. III, 95 b. – Bei Ael. H. A. 7, 35 steht auch κνησιεῖ
French (Bailly abrégé)
κνησιῶ :
avoir envie de se gratter ; éprouver une démangeaison.
Étymologie: κνάω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κνησιάω [κνάω] jeukerig zijn; overdr., met acc. v. h. inw. obj:. τὸν ἀπ’ Ἰωνίας τρόπον … κνησιᾷς je hunkert naar het speeltje uit Ionië Aristoph. Eccl. 919.
Russian (Dvoretsky)
κνησιάω: [desiderat. к κνάω ощущать зуд Plat., Arph.
Greek (Liddell-Scott)
κνησιάω: ἐφετικὸν τοῦ κνάω, ἐπιθυμῶ νὰ ξύσω, αἰσθάνομαι κνησμὸν ἢ «φαγούραν», γαργαλίζομαι, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 919, Πλάτ. Γοργ. 494C, Ε· ― τὸ κνηστιάω φαίνεται ὅτι εἶναι ἐσφαλμένος τύπος παρὰ Κλήμ. Ἀλ. 298, Σουΐδ.· κνησείω παρὰ Σουΐδ.
Greek Monotonic
κνησιάω: εφετικό του κνάω, επιθυμώ να ξύσω, αισθάνομαι φαγούρα, φαγουρώνομαι, σε Πλάτ.
Middle Liddell
κνησιάω,
Desiderat. of κνάω, to wish to scratch, to feel an itching, to itch, Plat.