κολεόπτερος
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
English (LSJ)
κολεόπτερον, sheath-winged, of beetles, Arist.HA490a14,al.
German (Pape)
[Seite 1472] mit Flügelscheiden versehen, Käser, deren weiche Flügel unter harten Flügeldecken wie in einer Scheide liegen, Arist. H. A. 1, 5. 5, 20.
Russian (Dvoretsky)
κολεόπτερος: снабженный надкрыльями, жесткокрылый (sc. τὰ ἔντομα Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
κολεόπτερος: -ον, ἔχων κολεὸν ἐπὶ τῶν πτερύγων, ἔντομα ἐκ τοῦ εἴδους τῶν κανθάρων, ἐκλήθησαν δὲ οὕτως ὡς ἔχοντα τὰς μαλακάς των πτέρυγας ὑπὸ σκληρὸν ἐπικάλυμμα (πρβλ. τὸ τοῦ Σαιξπήρου: «sharded beetle»), Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 5, 12, κ. ἀλλ., πρβλ. κολεὸς ΙΙ.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α κολεόπτερος, -ον)
(για έντομα) αυτός που έχει τα φτερά μέσα σε κολεό, σε θήκη
νεοελλ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα κολεόπτερα
τάξη εντόμων, με πλήρεις μεταμορφώσεις, εφοδιασμένων με δύο ζεύγη ανόμοιων φτερών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κολεός + -πτερος (< πτερόν), πρβλ. υμενόπτερος, φοινικόπτερος. Η λ. έχει καταστεί διεθνής επιστημονικός όρος, πρβλ. αγγλ. coleoptera].