πλατυσμός
τὸν ἴδιον κίνδυνον ὑποθείς → at his own risk
English (LSJ)
ὁ,
A widening, enlarging, dilatation, distension, Dsc.5.6; ἐξήνεγκέ με εἰς πλατυσμόν into broad space, into open ground, LXX 2 Ki.22.20, al.; ἐν πλατυσμῷ ib.Si. 47.12.
II metaph., boasting, bragging, πουλυμαθημοσύνης Timo 20.
2 amplitude, τῆς ποιήσεως Eust.1382.21.
German (Pape)
[Seite 627] ὁ, das A usbreiten, Breitmachen, Sp.; übertr., Großthuerei, Großprahlerei, Timon bei Ath. XIII, 610 c.
Russian (Dvoretsky)
πλᾰτυσμός: ὁ расширение (τῶν πόρων Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
πλᾰτυσμός: ὁ, (πλατύνω) πλάτυνσις, εὔρυνσις, τῶν πόρων Ἀριστ. π. Φυτ. 2. 9, 4· διαστολή, διάτασις, Διοσκ. 5. 11· ― εἰς πλατυσμόν, εἰς ἀναπεπταμένον χῶρον, Ἑβδ. (Β΄ Βασιλ. ΚΒ΄, 20, κ. ἀλλ.)· ἐν πλατυσμῷ αὐτόθι (Σειράχ. ΜΖ΄, 12). ΙΙ. μεταφορ., κομπορρημοσύνη, καύχησις, Τίμ. παρ’ Ἀθην. 610C. 2) εὐρύτης, ἔκτασις, μέγεθος, Εὐστ. 1382. 21.
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ πλατύνω
πλάτυνοη, εύρυνση
μσν.
μτφ. ευρύτητα («καὶ ὁ πλατυσμὸς καὶ τὰ κυριώτερα μέρη ταύτης, τῆς σχεδὸν ἀπείρου ἀρχῆς», Καισάρ. Δαπ.)
αρχ.
1. ευρύς, ανοιχτός χώρος («καὶ ἐξήγαγε με εἰς πλατυσμόν», ΠΔ)
2. μτφ. καύχηση, κομπορρημοσύνη.