περπερεία

From LSJ

οὕτως ἔσονται οἱ ἔσχατοι πρῶτοι καὶ οἱ πρῶτοι ἔσχατοι· πολλοὶ γάρ εἰσι κλητοί, ὀλίγοι δὲ ἐκλεκτοί → so the last shall be first and the first last for many be called but few chosen

Source

German (Pape)

[Seite 603] ἡ, Windbeutelei, Großprahlerei, Ruhmsucht, Clem. Alex.

Greek Monolingual

ἡ, ΜΑ περπερεύομαι
ματαιοδοξία, κενοδοξία, μεγαλαυχίαπερπερεία γὰρ ὁ καλλωπισμὸς περιττότητος καὶ ἀχρειότητος ἔχων ἔμφασιν», Κλήμ. Αλ.).

Translations