κοράκινος

From LSJ

Δεινότερον οὐδὲν ἄλλο μητρυιᾶς κακόν → Nulla est noverca pestis exitalior → Kein schlimmres Übel gibt's als eine Stiefmutter

Menander, Monostichoi, 127
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοράκῐνος Medium diacritics: κοράκινος Low diacritics: κοράκινος Capitals: ΚΟΡΑΚΙΝΟΣ
Transliteration A: korákinos Transliteration B: korakinos Transliteration C: korakinos Beta Code: kora/kinos

English (LSJ)

η, ον, like a raven, raven-black, AB104, Vitr.8.3.14; κ. σφραγίς, remedy for sore throat, Gal.13.826.

Greek (Liddell-Scott)

κοράκῐνος: -η, -ον, ὅμοιος πρὸς κόρακα, μέλας ὡς κόραξ, Α. Β., 104, Βιτρούβ. 8. 3.

Greek Monolingual

κοράκινος, -ίνη, -ον (Α)
1. αυτός που μοιάζει με κόρακα, μαύρος σαν κόρακας
2. φρ. «κορακίνη σφραγίς» — είδος φαρμάκου για τον πονόλαιμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόραξ, -κος + κατάλ. -ινος (πρβλ. μάλλινος, ξύλινος)].

German (Pape)

vom Raben, rabenähnlich, rabenschwarz, χρῶμα B.A. 104.14.