κορόνα

From LSJ

φιλοσοφίαν καινὴν γὰρ οὗτος φιλοσοφεῖ → this man adopts a new philosophy

Source

Greek Monolingual

η (Μ κορώνα)
1. διάδημα, στέμμα, κυρίως βασιλέων ή επισκόπων
2. θυρεός, οικόσημο, έμβλημα
3. μτφ. η πρώτη, η κορυφαίαείμαι η Ελλάδα, τών πατρίδων είμ' εγώ η κορόνα και τών ανθρώπων ο βωμός», Παλαμ.)
νεοελλ.
1. η όψη του νομίσματος στην οποία είναι τυπωμένο το εθνόσημο ή η προτομή ηγεμόνα ή άλλη συμβολική παράσταση, σε αντιδιαστολή με την άλλη όψη που έχει τα γράμματα
2. νομισματική μονάδα ορισμένων κρατών, όπως της Σουηδίας, Δανίας κ.ά.
3. τεχνητή θήκη δοντιού
4. (ιδιωμ.) η νύφη, η σύζυγος γιου ή αδελφού
5. κύκλος
6. η υψηλότερη τονική έκταση σε μελωδία
7. φρ. α) «κορόνα-γράμματα» — είδος τυχερού παιχνιδιού που παίζεται με νόμισμα
β) «τά έπαιξα κορόνα-γράμματα» — τά διακινδύνευσα όλα
μσν.
κόσμημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. λατ. corona «στεφάνι» < αρχ. ελλ. κορώνη.