κρύφος

From LSJ

τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)

Source

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
1 action de cacher;
2 cachette, lieu de refuge.
Étymologie: κρύπτω.

German (Pape)

ὁ, od. nach Arcad. p. 84.17 κρυφός, das Verheimlichen, Verbergen; κρύφον θέμεν ἐσλῶν Pind. Ol. 2.97. – Ein Schlupfwinkel, Maccab.

Russian (Dvoretsky)

κρύφος: и κρυφός (ῠ) ὁ сокрытие: κρύφον θέμεν τινός Pind. сокрыть что-л.

Greek (Liddell-Scott)

κρύφος: (ἢ κατὰ τὸν Ἀρκάδ. σ. 84, 17, κρυφός), ὁ, = κρύψις, κρυφιότης, Ἐμπεδ. 59 Karst.· ἐθέλων κρύφον θέμεν, «κρύψιν θέλων καὶ ἀφανισμὸν θεῖναι» (Σχόλ.), Πινδ. Ο. 2. 177. ΙΙ. ἀπόκρυφος τόπος, κρυψών, Μακκαβ. Α. Α΄, 53, Β΄, 31, 36, 41.

Greek Monolingual

κρύφος ή κρυφός, ὁ (Α)
1. σκοτεινότητα, αμαύρωση («τὸ λαλαγῆσαι θέλων κρύφον [δ. γρφ. κρυφόν] τιθέμεν ἐσθλῶν καλοῖς ἔργοις», Πίνδ.)
2. κρυψώνας, κρησφύγετο («καὶ ἔθεντο τὸν Ἰσραήλ ἐν κρύφοις, ἐν παντὶ φυγαδευτηρίῳ αυτών», ΠΔ)
3. κρυφή δίοδος, κρυφή στενωπός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κρυφ- του κρύπτω (πρβλ. κέ-κρυφ-α) + κατάλ. -ος].