κυανοειδής
τὸ πολὺ τοῦ βίου ἐν δικαστηρίοις φεύγων τε καὶ διώκων κατατρίβομαι → waste the greater part of one's life in courts either as plaintiff or defendant
English (LSJ)
κυανοειδές, dark-blue, deep-blue, κ. ἀμφ' ὕδωρ (i.e. the sea) E.Hel.179 (lyr.), cf. Arist.GA779b33, Col.796a18.
German (Pape)
[Seite 1521] ές, dunkelblau oder schwarz von Ansehen; ὕδωρ Eur. Hel. 179; Arist. gen. anim. 5, 1 und Sp.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
d'un bleu sombre, noirâtre.
Étymologie: κύανος, εἶδος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κυανοειδής -ές [κύανος, εἶδος] diep donkerblauw, azuurblauw (van de zee).
Russian (Dvoretsky)
κυᾰνοειδής: темно-синий, темный (ὕδωρ Eur.; οἱ βότρυες Arst.).
Greek Monolingual
κυανοειδής, -ές (Α)
αυτός που έχει βαθύ κυανό χρώμα, γαλαζόμαυρος («στολή κυανοειδής», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύανος + -ειδής (< εἶδος)].
Greek Monotonic
κυᾰνοειδής: -ές (εἶδος), ο βαθύς μπλε, αυτός που έχει σκοτεινό μπλε χρώμα, σε Ευρ.
Greek (Liddell-Scott)
κυᾰνοειδής: -ές, ἔχων χρῶμα βαθὺ κυανοῦν, κ. ἀμφ’ ὕδωρ (δηλ. τὴν θάλασσαν), Εὐρ. Ἑλ. 179 (λυρ.), πρβλ. Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 5. 1, 23, π. Χρωμ. 5. 16.