κυκλιοδιδάσκαλος
Ὑγίεια καὶ νοῦς ἀγαθὰ τῷ βίῳ δύο (πέλει) → Vitae bona duo, sanitas, prudentia → Zwei Lebensgüter sind Gesundheit und Verstand
English (LSJ)
ὁ, teacher of the cyclic chorus, i.e. dithyrambic poet (v. κύκλιος ΙΙ), Ar.Av.1403.
German (Pape)
[Seite 1526] ὁ, ein Dithyrambendichter, der kyklische Chöre einstudirt, = διθυραμβοποιός, Ar. Av. 1403.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
poète dithyrambique.
Étymologie: κύκλιος, διδάσκαλος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κυκλιοδιδάσκαλος -ου, ὁ [κύκλος, διδάσκαλος] dithyrambendichter.
Russian (Dvoretsky)
κυκλιοδιδάσκᾰλος: ὁ учитель киклических хоров, т. е. дифирамбический поэт (см. κυκλικός
3 Arph.
Greek Monolingual
κυκλιοδιδάσκαλος, ὁ (Α)
ο δάσκαλος του κύκλιου χορού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύκλιος + διδάσκαλος.
Greek Monotonic
κυκλιοδῐδάσκᾰλος: ὁ, διδάσκαλος του διθυραμβικού χορού (βλ. κύκλιος II), σε Αριστοφ.
Greek (Liddell-Scott)
κυκλῐοδῐδάσκᾰλος: ὁ, διδάσκαλος τοῦ κυκλικοῦ χοροῦ, δηλ. διθυραμβικὸς ποιητὴς (ἴδε κύκλιος ΙΙ), Ἀριστοφ. Ὄρν. 1403.
Middle Liddell
κυκλιο-δῐδάσκᾰλος, ὁ,
a teacher of the dithyrambic chorus (v. κύκλιος II), Ar.