κυνηδόν
From LSJ
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
English (LSJ)
Adv., (κύων) like a dog, S.Fr.722, Ar.Eq.1033, Nu.491, Luc.Tim.54.
French (Bailly abrégé)
adv.
comme un chien.
Étymologie: κύων, -δον.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κυνηδόν [κύων] adv., als een hond.
German (Pape)
nach Hundeart; Soph. frg. 646; τὴν σοφίαν σιτήσομαι Ar. Nub. 483; διαλείχω Eq. 1028; ἐμφορεῖσθαι Luc. Tim. 54.
Russian (Dvoretsky)
κῠνηδόν: adv. по-собачьи (σιτεῖσθαί τι Arph.; ἐμφορεῖσθαι Luc.).
Greek Monolingual
κυνηδόν (Α)
επίρρ. σαν σκυλί, σκυλήσια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύων, κυνός + επιρρμ. κατάλ. -ηδόν].
Greek Monotonic
κῠνηδόν: επίρρ. (κύων), όπως ο σκύλος, σε Αριστοφ.
Greek (Liddell-Scott)
κῠνηδόν: Ἐπίρρ. (κύων) κατὰ τὸν τρόπον κυνὸς, ὡς κύων, «’σὰν σκύλλος», Σοφ. Ἀποσπ. 646, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1033, Νεφ. 491.
Middle Liddell
κύων
like a dog, Ar.