κύνεος
κορυφαῖον τέλος τῶν πραγμάτων → crowning fulfilment of things
English (LSJ)
[ῠ], α, ον, (ku/wn)
A = κύνειος, AP12.238 (Strat.), Orph.Fr. 224b.5.
II metaph., shameless, unabashed, Il.9.373, Hes.Op. 67; κέαρ A.R.3.641; μένος Timo 58.2.
III = Κυνικός, σοφισταί D.C.66.15.
German (Pape)
[Seite 1531] vom Hunde, zum Hunde gehörig; πῶλοι Strat. 77 (XII, 238); – gew. übertr., hündisch, unverschämt; Il. 9, 372; νόος Hes. O. 67; κέαρ Ap. Rh. 3, 641; μένος Timon bei Plut. virt. mor. 6 M.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
cynique, impudent.
Étymologie: κύων.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κύνεος -α -ον [κύων] honds; overdr. hondsbrutaal.
Russian (Dvoretsky)
κύνεος:
1 собачий: οἱ κύνεοι πῶλοι Anth. щенята;
2 перен. дерзкий, бесстыдный (νόος Hes.; μένος Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
κύνεος: ῠ, α, ον, (κύων) = κύνειος, Ἀνθ. Π. 12. 238· ― μεταφ., ἀναίσχυντος, ἀναιδής, Ἰλ. Ι. 373, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 67, Τίμων παρὰ Πλουτ. 2. 446C.
English (Autenrieth)
dog-like, i. e. shameless, Il. 9.373†.
Greek Monolingual
κύνεος, -έα, -ον (Α) κύων
1. κύνειος, κυνικός, σκυλήσιος
2. μτφ. αναιδής, αναίσχυντος («ἐν δὲ θέμεν κύνεόν τε νόον καὶ ἐπίπλοκον ἦθος», Ησίοδ.)
3. κυνικός, οπαδός ή αυτός που ανήκει στην κυνική φιλοσοφία («κύνεοι σοφισταί», Δίων Κάσα).
Greek Monotonic
κύνεος: [ῠ], -α, -ον (κύων), = το προηγ., σε Ανθ.· μεταφ., αδιάντροπος, αναίσχυντος, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ.
Middle Liddell
κῠ́νεος, η, ον κύων = κῠ́νειος, Anth.]
metaph. shameless, unabashed, Il., Hes.