λευκαντικός
Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
English (LSJ)
λευκαντική, λευκαντικόν, of or for whitening, δύναμις Sch.Pl.Tht.156d. Adv. λευκαντικῶς, διατεθῆναι = have a sensation of whiteness, S.E.M.7.192.
German (Pape)
[Seite 33] zum Weißfärben geeignet, weiß machend; δύναμις Schol. Plat. Theaet. p. 360; λευκαντικῶς διατεθῆναι, S. Emp. adv. log. 1, 192. 2, 397; λ. πάσχειν, Alles weiß sehen, 1, 198.
Greek (Liddell-Scott)
λευκαντικός: -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς λεύκανσιν, «τὴν λευκαντικὴν δύναμιν» Σχόλ. εἰς Πλάτ. Θεαίτ. σ. 360· ― Ἐπίρρ., -κῶς, Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 7. 192, κτλ.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α λευκαντικός, -ή, -όν) λευκαντής
αυτός που επιφέρει λεύκανση, ο κατάλληλος για λεύκανση («λευκαντική δύναμη»)
νεοελλ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη λεύκανση ή στον λευκαντή («λευκαντική τέχνη»)
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα λευκαντικά (ενν. μέσα) χημικές ουσίες που χρησιμοποιούνται για λεύκανση, αλλ. λευκαντές.
επίρρ...
λευκαντικώς (Α λευκαντικῶς)
με τρόπο που προκαλεί λεύκανση
αρχ.
με αίσθηση λευκότητας, λεύκανσης («λευκαντικῶς διατεθῆναι» — να έχει κανείς αίσθηση λευκότητας, να βλέπει τα πάντα λευκά, Σέξτ. Εμπειρ.).