λεχήρης

From LSJ

Εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → A way of life disposed to silence is contemptible → Taciturna facile ingenia contemni solent → Gemein ist ein Charakter, über den man schweigt

Menander, Monostichoi, 167
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λεχήρης Medium diacritics: λεχήρης Low diacritics: λεχήρης Capitals: ΛΕΧΗΡΗΣ
Transliteration A: lechḗrēs Transliteration B: lechērēs Transliteration C: lechiris Beta Code: lexh/rhs

English (LSJ)

λεχήρες, bed-ridden, E.Ph.1541 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 36] ες, ans Bett gefügt, bettlägerig, Eur. Phoen. 1555.

French (Bailly abrégé)

ης, ες:
alité.
Étymologie: λέχος, ἄρω.

Russian (Dvoretsky)

λεχήρης: прикованный к постели, т. е. немощный (sc. Οἰδίπους) Eur.

Greek (Liddell-Scott)

λεχήρης: -ες, κλινήρης, Εὐρ. Φοίν. 1541.

Greek Monolingual

λεχήρης, -ες (Α)
ξαπλωμένος στο κρεβάτι, κλινήρης («λεχήρη σκοτίων ἐκ θαλάμων οἰκτροτάτοισιν δακρύοισιν», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λέχος + επίθημα -ήρης (πρβλ. κλινήρης)].

Greek Monotonic

λεχήρης: -ες (ἄρω), κλινήρης, κατάκοιτος, σε Ευρ.

Middle Liddell

λε-χήρης, ες [*ἄρω]
bed-ridden, Eur.