λεχήρης
From LSJ
Εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → A way of life disposed to silence is contemptible → Taciturna facile ingenia contemni solent → Gemein ist ein Charakter, über den man schweigt
English (LSJ)
λεχήρες, bed-ridden, E.Ph.1541 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 36] ες, ans Bett gefügt, bettlägerig, Eur. Phoen. 1555.
French (Bailly abrégé)
ης, ες:
alité.
Étymologie: λέχος, ἄρω.
Russian (Dvoretsky)
λεχήρης: прикованный к постели, т. е. немощный (sc. Οἰδίπους) Eur.
Greek (Liddell-Scott)
λεχήρης: -ες, κλινήρης, Εὐρ. Φοίν. 1541.
Greek Monolingual
λεχήρης, -ες (Α)
ξαπλωμένος στο κρεβάτι, κλινήρης («λεχήρη σκοτίων ἐκ θαλάμων οἰκτροτάτοισιν δακρύοισιν», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λέχος + επίθημα -ήρης (πρβλ. κλινήρης)].
Greek Monotonic
λεχήρης: -ες (ἄρω), κλινήρης, κατάκοιτος, σε Ευρ.
Middle Liddell
λε-χήρης, ες [*ἄρω]
bed-ridden, Eur.