συμφορεύς

From LSJ

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμφορεύς Medium diacritics: συμφορεύς Low diacritics: συμφορεύς Capitals: ΣΥΜΦΟΡΕΥΣ
Transliteration A: symphoreús Transliteration B: symphoreus Transliteration C: symforeys Beta Code: sumforeu/s

English (LSJ)

-έως, ὁ, a Spartan staff-officer, aide-de-camp, X.HG6.4.14.

German (Pape)

[Seite 992] ὁ, Begleiter, lacedämonisches Wort bei Xen. Hell. 4, 4, 14.

French (Bailly abrégé)

έως (ὁ) :
lieutenant d'un polémarque à Sparte.
Étymologie: συμφέρω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συμφορεύς -έως, ὁ [συμφέρω] adjudant (van de polemarch).

Russian (Dvoretsky)

συμφορεύς: έως ὁ симфорей (помощник или адъютант спартанского полемарха) Xen.

Greek Monolingual

-έως, ὁ, Α
(στους Λακεδαιμόνιους) στρατιωτικός ακόλουθος πολεμάρχου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συμφέρω «φέρω μαζί, ταιριάζω, ακολουθώ» + κατάλ. -εύς (πρβλ. ἀνα-φορ-εύς)].

Greek Monotonic

συμφορεύς: ὁ (συμφέρω), Λακεδαιμόνιος αξιωματικός, είδος ακολούθου ή υπασπιστή, Γαλ. aide-de-camp, σε Ξεν.

Greek (Liddell-Scott)

συμφορεύς: ὁ, Λακεδαιμόνιος ἀξιωματικός, οἰονεὶ ἀκόλουθος, ὑπασπιστής, οἱ συμφορεῖς τοῦ πολεμάρχου καλούμενοι Ξεν. Ἑλλ. 6. 4, 14.

Middle Liddell

συμφορεύς, έως, ὁ, συμφέρω
a Lacedaemonian officer, a sort of aide-de-camp, Xen.