λιποπάτωρ
From LSJ
Michael Apostolius Paroemiographus, Paroemiae
English (LSJ)
[ᾰ], ορος, ὁ, ἡ, deserter of one's father, E.Or.1305.
French (Bailly abrégé)
ορος (ὁ, ἡ)
qui abandonne son père.
Étymologie: λείπω, πατήρ.
German (Pape)
ορος, den Vater verlassend, Eur. Or. 1305.
Russian (Dvoretsky)
λῐποπάτωρ: ορος (ᾰ) adj. покинувший (своего) отца (sc. Ἑλένη Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
λῐποπάτωρ: [ᾰ], -ορος, ὁ, ἡ, ὁ ἐγκαταλιπὼν τὸν ἑαυτοῦ πατέρα, Εὐρ. Ὀρ. 1305.
Greek Monolingual
λιποπάτωρ, -ορος, ὁ, ἡ (Α)
αυτός που εγκατέλειψε τον πατέρα του («λιποπάτορα λιπόγαμόν τε», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιπ(ο)- + πάτωρ (< πατήρ, -τρός), πρβλ. φιλοπάτωρ.
Greek Monotonic
λῐποπάτωρ: [ᾰ], -ορος, ὁ, ἡ (πατήρ), αυτός που εγκαταλείπει τον πατέρα του, σε Ευρ.