λιπόγλωσσος
From LSJ
Οὐ παύσεσθε, εἶπεν, ἡμῖν ὑπεζωσμένοις ξίφη νόμους ἀναγινώσκοντες; → What! will you never cease prating of laws to us that have swords by our sides? | Stop quoting the laws to us. We carry swords.
English (LSJ)
λιπόγλωσσον, tongueless, ib.26.281.
German (Pape)
[Seite 51] ohne Zunge, σιωπή, Nonn. D. 12, 78.
Greek (Liddell-Scott)
λῐπόγλωσσος: -ον, στερούμενος γλώσσης, Νόνν. Δ. 26. 281.
Greek Monolingual
λιπόγλωσσος, -ον (Α)
αυτός που του λείπει η γλώσσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιπ(ο)- + -γλωσσος (< γλῶσσα), πρβλ. ηδύγλωσσος].