λιπόγλωσσος
From LSJ
τῶν γὰρ μετρίων πρῶτα μὲν εἰπεῖν τοὔνομα νικᾷ → the first mention of the word moderation wins the game (Euripides, Medea 125f.)
English (LSJ)
λιπόγλωσσον, tongueless, ib.26.281.
German (Pape)
[Seite 51] ohne Zunge, σιωπή, Nonn. D. 12, 78.
Greek (Liddell-Scott)
λῐπόγλωσσος: -ον, στερούμενος γλώσσης, Νόνν. Δ. 26. 281.
Greek Monolingual
λιπόγλωσσος, -ον (Α)
αυτός που του λείπει η γλώσσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιπ(ο)- + -γλωσσος (< γλῶσσα), πρβλ. ηδύγλωσσος].