λυκώ

From LSJ

Πολλὰ τὰ δεινὰ κοὐδὲν ἀνθρώπου δεινότερον πέλει → There are many wondrous things in this world, but none more wondrous than humans

Sophocles, Antigone, 332-3
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῠκώ Medium diacritics: λυκώ Low diacritics: λυκώ Capitals: ΛΥΚΩ
Transliteration A: lykṓ Transliteration B: lykō Transliteration C: lyko Beta Code: lukw/

English (LSJ)

οῦς, ἡ, = λύκαινα, epithet of the Moon, PMag.Par.1.2276.

Spanish

loba

Greek Monolingual

(I)
λυκώ, -οῦς, ἡ (Α)
(ως προσωνυμία της Σελήνης) η λύκαινα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λύκος + επίθημα -ώ (πρβλ. κυνώ, μορμώ). Λιγότερο πιθ. θεωρείται ο τ. να παράγεται < λύκη «ξημέρωμα».
(II)
λυκῶ, -όω (AM) λύκος
ορμώ σαν λύκος και ξεσχίζω, κατασπαράζω σαν λύκος («ἥκει δέ τις ἢ τῶν προβάτων λελυκωμένα φέρων ἢ τῶν βοῶν κατακεκρημνισμένα», Ξεν.)
μσν.
μέσ. λυκοῦμαι, -όομαι
μεταβάλλομαι σε λύκο, αποκτώ τις ιδιότητες του λύκου («ὡς πρόβατον ἐν μέσῳ λύκων ἀποσταλεὶς οὔτε αὐτὸς ἐλελύκωτο καὶ τοὺς λύκους εἰς ἄρνας μετέπλαττεν», Στουδ. Θεόδ.).

Léxico de magia

loba ref. a Selene ἐνεύχομαί σοι, δαιδάλη καἰπή, ..., νεοπενθής, λυκώ a ti te suplico, astuta y arrogante, que padeces un dolor reciente, loba P IV 2276