λυκώ

From LSJ

οὐ βούλομαι δυσχερὲς εἰπεῖν οὐδὲν ἀρχόμενος τοῦ λόγου, οὗτος δ' ἐκ περιουσίας μου κατηγορεῖ → for me—but I wish to say nothing untoward at the beginning of my speechwhereas he prosecutes me from a position of advantage | but for me—I do not wish to say anything harsh at the beginning of the speech, but he prosecutes me from a position of strength

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῠκώ Medium diacritics: λυκώ Low diacritics: λυκώ Capitals: ΛΥΚΩ
Transliteration A: lykṓ Transliteration B: lykō Transliteration C: lyko Beta Code: lukw/

English (LSJ)

οῦς, ἡ, = λύκαινα, epithet of the Moon, PMag.Par.1.2276.

Spanish

loba

Greek Monolingual

(I)
λυκώ, -οῦς, ἡ (Α)
(ως προσωνυμία της Σελήνης) η λύκαινα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λύκος + επίθημα -ώ (πρβλ. κυνώ, μορμώ). Λιγότερο πιθ. θεωρείται ο τ. να παράγεται < λύκη «ξημέρωμα».
(II)
λυκῶ, -όω (AM) λύκος
ορμώ σαν λύκος και ξεσχίζω, κατασπαράζω σαν λύκος («ἥκει δέ τις ἢ τῶν προβάτων λελυκωμένα φέρων ἢ τῶν βοῶν κατακεκρημνισμένα», Ξεν.)
μσν.
μέσ. λυκοῦμαι, -όομαι
μεταβάλλομαι σε λύκο, αποκτώ τις ιδιότητες του λύκου («ὡς πρόβατον ἐν μέσῳ λύκων ἀποσταλεὶς οὔτε αὐτὸς ἐλελύκωτο καὶ τοὺς λύκους εἰς ἄρνας μετέπλαττεν», Στουδ. Θεόδ.).

Léxico de magia

loba ref. a Selene ἐνεύχομαί σοι, δαιδάλη καἰπή, ..., νεοπενθής, λυκώ a ti te suplico, astuta y arrogante, que padeces un dolor reciente, loba P IV 2276