κυνώ

From LSJ

ὁ δ' εὖ ἔρδων θεοὺς ἐλπίδι κυδροτέρᾳ σαίνει κέαρ → but he who does well to the gods cheers his heart with a more glorious hope

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῠνώ Medium diacritics: κυνώ Low diacritics: κυνώ Capitals: ΚΥΝΩ
Transliteration A: kynṓ Transliteration B: kynō Transliteration C: kyno Beta Code: kunw/

English (LSJ)

οῦς, ἡ, bitch: hence, = ἀναιδεστάτη, Hsch.: as pr.n., Hdt. 1.110; title of Hecate, PMag.Par.1.2279.

Greek (Liddell-Scott)

κυνώ: -οῦς, ἡ, ἡ κύων, «σκύλλα», = ἀναιδεστάτη, Ἡσύχ.· ― ὡς κύρ. ὄνομα Κυνώ, Ἡρόδ. 1. 110.

Spanish

perra

Greek Monolingual

(I)
κυνῶ, -άω (Α) κύων
κυνίζω.
(II)
κυνῶ, -έω (Α)
1. φιλώ, ασπάζομαι («κύσον με καὶ τὴν χεῖρα δὸς τὴν δεξιάν», Αριστοφ.)
2. (για περιστέρια) φιλώ με τη γλώσσα («κυνοῦσι γὰρ ἀλλήλας ὅταν μέλλη ἀναβαίνειν ὁ ἄρρην», Αριστοτ.)
3. προσκυνώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. κυνῶ ανάγεται σε θ. κυσ- (πρβλ. αόρ. ἔκυσσα) < ΙΕ ρίζα ku-, kus- «φιλί». Σχηματίστηκε από το αθέματο ρ. κυ-νε-σ-μι, με έρρινο ένθημα (πρβλ. και βυνῶ < βυνέσω) και με μεταπλασμό κατά τα περισπώμενα. Η λ. συνδέεται με χεττιτ. kuvaš-zi, -anzi «ασπάζομαι, φιλώ», καθώς και με αρχ. άνω γερμ. kuss, kunen. Το ρ. απαντά στην ποίηση, ενώ στους πεζογράφους απαντά το φιλῶ. Χρησιμοποιούνταν ως ένδειξη αγάπης, στοργής και σεβασμού. Στη Νέα Ελληνική διασώθηκε το σύνθ. προσ-κυνώ].
(III)
κυνῶ, -οῦς, ἡ (Α)
1. σκύλα
2. (κατά τον Ησύχ.) «ἀναιδεστάτη».
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύων, κυνός + επίθημα -ώ, -οῦς (πρβλ. κομμώ, λεχώ)].

Greek Monotonic

κυνώ: -οῦς, ἡ, σκύλα· ως κύριο όνομα Κυνώ, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

a she-dog:—as prop. n. Κυνώ, Hdt.

Léxico de magia

perra ref. a Selene ἐνεύχομαί σοι, ..., ἡ σώτειρα, πανγαίη, κυνώ a ti te suplico, salvadora, que envuelves toda la tierra, perra P IV 2279