λυχνίσκος
From LSJ
Ὅσον ζῇς, φαίνου, μηδὲν ὅλως σὺ λυποῦ· πρὸς ὀλίγον ἐστὶ τὸ ζῆν, τὸ τέλος ὁ χρόνος ἀπαιτεῖ. → While you live, shine; have no grief at all; life exists only for a short while, and time demands its toll.
English (LSJ)
ὁ, Dim. of λύχνος ΙΙ, Luc.VH2.30.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
propr. « petite lampe », sorte de poisson.
Étymologie: λύχνος.
German (Pape)
ὁ, dim. von λύχνος, ἰχθύς, Luc. V.Hist. 2.30.
Russian (Dvoretsky)
λυχνίσκος: ὁ лихниск, т. е. фонарик (род рыбы) Luc.
Greek (Liddell-Scott)
λυχνίσκος: ὁ, εἶδος ἰχθύος, Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 2. 30.
Greek Monolingual
ο (Α λυχνίσκος) λύχνος
μικρός λύχνος.
Greek Monotonic
λυχνίσκος: ὁ, είδος ψαριού, σε Λουκ.