μαίευμα
γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → women know nothing except from what they want
English (LSJ)
-ατος, τό, product of a midwife's art, delivery, σὸν μὲν παιδίον, ἐμὸν δὲ μαίευμα Pl.Tht.160e, cf. Iamb.Myst.8.3 (cj.).
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
nouveau-né.
Étymologie: μαιεύω.
German (Pape)
τό, das von der Hebamme gebrachte Kind, die Geburt, Plat. Theaet. 160e.
Russian (Dvoretsky)
μαίευμα: ατος τό принятый повивальной бабкой младенец, новорожденное дитя Plat.
Greek (Liddell-Scott)
μαίευμα: τό, τὸ ὑπὸ τῆς μαίας ἐξαχθὲν βρέφος, τὸ προϊὸν τῆς τέχνης τῆς μαίας, σὸν μὲν παιδίον, ἐμὸν δὲ μαίευμα Πλάτ. Θεαίτ. 160E.
Greek Monolingual
μαίευμα, τὸ (AM) μαιεύομαι
1. το βρέφος που γεννήθηκε με τη βοήθεια της μαίας («σὸν μὲν παιδίον, ἐμὸν δὲ μαίευμα», Πλάτ.)
2. μτφ. καθετί που έρχεται στο φως («ὁ ἐν σωματίοις κείμενος λόγος... ἔστι τοῦ ὑποδεξαμένου κώδικος μαίευμα, σπαργανοῦν
τος οἷον αὐτόν», Ευστ.).
Middle Liddell
μαίευμα, ατος, τό,
the product of a midwife's art, a delivery, σὸν μὲν παιδίον, ἐμὸν δὲ μαίευμα Plat. [from μαιεύομαι