μαλιά

From LSJ

ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι → reclining softly on litters, reclining luxuriously in covered carriages

Source

Greek Monolingual

η (Μ μαλιά και μαλέα και μαλία)
1. έριδα, φιλονικία, διένεξη
2. ένοπλη σύγκρουση, συμπλοκή, πόλεμος
μσν.
1. επίπληξη, επιτίμηση
2. φρ. «κάνω μαλέα» — επιπλήττω, μαλώνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁμαλία «ομαλός τόπος, πεδίο πολεμικών συγκρούσεων» (βλ. λ. μαλώνω)].