μαχομένως

From LSJ

οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → for health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μᾰχομένως Medium diacritics: μαχομένως Low diacritics: μαχομένως Capitals: ΜΑΧΟΜΕΝΩΣ
Transliteration A: machoménōs Transliteration B: machomenōs Transliteration C: machomenos Beta Code: maxome/nws

English (LSJ)

Adv. self-contradictorily, Str.2.1.40, S.E.M.1.281, Iamb.Myst.1.18.

French (Bailly abrégé)

adv.
d'une manière contradictoire ; LSJ avec pugnacité.
Étymologie: μάχομαι.

German (Pape)

widerstreitend, widersprechend, λέγειν, S.Emp. adv.gramm. 281, εἴρηται, Strab. 2.1.40.

Russian (Dvoretsky)

μᾰχομένως: противоречиво (λέγειν Sext.).

Greek (Liddell-Scott)

μαχομένως: Ἐπίρρ. μετοχ., ἐνεστ. οὕτως ὥστε νὰ προκύψῃ ἔρις, ἐριστικῶς, Στράβ. 92.

Greek Monolingual

μαχομένως (Α)
με τρόπο πολεμικό, αγωνιστικά, εριστικά («ψευδῶς ἢ μαχομένως εἴρηται», Στράβ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Από μαχόμενος, μτχ. του μάχομαι + επιρρμ. κατάλ. -ως].

Greek Monotonic

μαχομένως: επίρρ. από μτχ. ενεστ., με πυγμή, σε Στράβ.

Middle Liddell

[adverb pres. part.]
pugnaciously, Strab.