μελαιναίος

From LSJ

γυναικόφρων γὰρ θυμὸς ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → it's an unwise man who shows a woman's spirit

Source

Greek Monolingual

μελαιναῖος, -αίη, -ον (Α)
μέλας, σκοτεινός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μελαιν- του μέλαινα + κατάλ. -αῖος].