μεμψιμοιρέω
Κακοῦ γὰρ ἀνδρὸς δῶρ' ὄνησιν οὐκ ἔχει → Nil utilitatis improbi in donis viri → Geschenke eines Schurken sind nicht von Gewinn
English (LSJ)
A grumble, complain of, τινι Plb.18.8.3, D.S.17.77; τισὶν ἐπί τινι Plb.18.48.7; περί τινος D.S.17.79; ὅτι… Luc.Sacr.1.
II blame, bear a grudge against, [τινὶ] οὐδέν Decr. ap. D.18.74, cf. Plu.CG8.
German (Pape)
[Seite 130] sich über sein Schicksal beklagen, unzufrieden sein, übh. sich beklagen, Luc. Iov. Trag. 40; auch τινί τι, Einem Etwas vorwerfen, ὅτι οὐ μεμψιμοιρεῖ αὐτῷ ὁ δῆμος οὐδέν, Dem. 18, 74, in einem Psephisma; Sp., wie D. Sic. – Adj. verb. μεμψιμοιρητέον, Pol. 4, 60, 9.
French (Bailly abrégé)
μεμψιμοιρῶ :
1 se plaindre de son sort, ὅτι en ce que;
2 adresser des reproches : τινί τι se plaindre à qqn de qch.
Étymologie: μεμψίμοιρος.
Russian (Dvoretsky)
μεμψῐμοιρέω:
1 жаловаться на свою судьбу, быть недовольным Luc., Plut.;
2 порицать, упрекать (τινι Diod.): μ. τινί τι Dem., τινι περί τινος Diod. и τινι ἐπὶ τινι Polyb. жаловаться кому-л. на кого(что)-л.
Greek (Liddell-Scott)
μεμψῐμοιρέω: παραπονοῦμαι κατὰ τῆς μοίρας μου, Λουκ. ἐν Διῒ Τραγ. 40· Ἀρτέμιδος μεμψιμοιρούσης ὅτι μὴ παρελήφθη πρὸς τὴν θυσίαν ὁ αὐτ. π. Θυσιῶν 1· μ. τινι ἐπί τινι Πολύβ. 18. 31, 8· περί τινος Διόδ. 17. 79. ΙΙ. ὡς τὸ μέμφομαι 2, ἀποδίδω τι εἴς τινα ὡς ἄξιον μομφῆς, τινί τι, ψήφισμα παρὰ Δημ. 249. 25· - Ρημ. ἐπίθ. μεμψιμοιρητέον, Πολύβ. 4. 60, 9.
Greek Monotonic
μεμψῐμοιρέω: μέλ. -ήσω,
I. παραπονιέμαι για τη μοίρα μου, σε Λουκ.
II. καταλογίζω σε κάποιον κάτι ως σφάλμα, τί τινι, σε Δημ.
Middle Liddell
μεμψῐμοιρέω, fut. -ήσω
I. to complain of fate, Luc.
II. to impute as blameworthy, τί τινι ap. Dem.