μεταδοξάζω

From LSJ

ἔτυχες εἰς τὴν μάχην ὑπὸ τοῦ στρατηγοῦ πεμφθεὶς → you happened to be sent into the battle by the general

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεταδοξάζω Medium diacritics: μεταδοξάζω Low diacritics: μεταδοξάζω Capitals: ΜΕΤΑΔΟΞΑΖΩ
Transliteration A: metadoxázō Transliteration B: metadoxazō Transliteration C: metadoksazo Beta Code: metadoca/zw

English (LSJ)

change one's opinion, Pl.R. 413c; πολλάκις ἀμφότερα μ. Id.Sph.265d.

German (Pape)

[Seite 146] seine Meinung ändern, Plat. Soph. 265 d Rep. III, 413 c.

French (Bailly abrégé)

changer d'avis.
Étymologie: μετά, δοξάζω.

Russian (Dvoretsky)

μεταδοξάζω: менять свое мнение, передумывать Plat.

Greek (Liddell-Scott)

μεταδοξάζω: μεταβάλλω τὴν γνώμην μου, Πλάτ. Πολ. 413C, Σοφ. 265D.

Greek Monolingual

μεταδοξάζω (Α) δοξάζω
αλλάζω γνώμη, μεταβάλλω φρόνημα («ἐγώ ἴσως διὰ τὴν ἡλικίαν πολλάκις ἀμφότερα μεταδοξάζω», Πλάτ.).

Greek Monotonic

μεταδοξάζω: μέλ. -σω, αλλάζω την άποψή μου, σε Πλάτ.

Middle Liddell

fut. σω
to change one's opinion, Plat.