μετακυλινδέω
Ἡμερὶ πανθέλκτειρα, μεθυτρόφε, μῆτερ ὀπώρας ... → All-soothing vine, nurse of the wine, vintage's mother ... (Anthologia Palatina 7.24.1)
German (Pape)
[Seite 148] weg u. wo anders hin wälzen, ἑαυτὸν πρός τι, Ar. Ran. 537.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
faire rouler dans un autre sens, d'un autre côté.
Étymologie: μετά, κυλινδέω.
Russian (Dvoretsky)
μετακῠλινδέω: перекатывать: μ. αὑτὸν πρὸς τὸν εὖ πράττοντα τοῖχον погов. Arph. перекатываться к благополучному борту, т. е. уметь плыть по ветру.
Greek (Liddell-Scott)
μετακῠλινδέω: κυλίω εἰς ἄλλον τόπον, μετακυλίω, μετακυλινδεῖν αὑτὸν ἀεὶ πρὸς τὸν εὖ πράττοντα τοῖχον, «παροιμία δέ ἐστι ‘πρὸς τὸν εὖ πράττοντα τοῖχον ῥέπειν’, ἐπὶ τῶν περὶ τὸ λυσιτελοῦν αὐτοῖς ἀεὶ στρεφομένων, εἴρηται δὲ ἐκ μεταφορᾶς τῶν ἐπιβατῶν τῆς νεώς, ὅταν θατέρου μέρους αὐτῆς κατακλυζομένου πρὸς τὸ ἕτερον οὗτοι μεθίστανται» (Σχολ.), Ἀριστοφ. Βάτρ. 536.
Greek Monotonic
μετακῠλινδέω: κυλώ σε άλλον τόπο, μετακινούμαι κυλώντας, σε Αριστοφ.